- γραμματιστής
- γραμματοδιδάσκαλος ο1) учитель-практик (без педагогического образования); 2) недоучка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γραμματιστής — clerk masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματιστής — ο (AM γραμματιστής) [γράμμα] γραμματοδιδάσκαλος αρχ. γραμματέας … Dictionary of Greek
γραμματισταῖς — γραμματιστής clerk masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματισταί — γραμματιστής clerk masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματιστοῦ — γραμματιστής clerk masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματιστῇ — γραμματιστής clerk masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματιστήν — γραμματιστής clerk masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματιστῶν — γραμματιστής clerk masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματιστάς — γραμματιστά̱ς , γραμματιστής clerk masc acc pl γραμματιστά̱ς , γραμματιστής clerk masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ВОСПИТАНИЕ — • Educatio. I. Греческое. Как во всех отраслях общественной и частной жизни, так и в В. у греков ясно обнаруживается различие отдельных племен. Между тем как в дорическом племени, а особенно в Спарте, где все было направлено к… … Реальный словарь классических древностей
γράμμα — το (AM γράμμα) [γράφω] Ι. 1. οτιδήποτε έχει γραφεί 2. σύμβολο τού αλφαβήτου 3. επιστολή 4. ανάγνωση διάβασμα II. στον πληθ. γράμματα, τα 1. η γραφή 2. η μόρφωση, η παιδεία 3. (τα Ιερά) Γράμματα η Αγία Γραφή 4. ο Δεκάλογος 5. κατάστιχο 6. φρ.… … Dictionary of Greek